- κωλύμη
- κωλύ̱μη , κωλύμηhinderingfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κωλύμη — κωλύμη, ἡ (Α) κώλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλύ ω + επίθημα μη (πρβλ. γνώ μη, επιστή μη)] … Dictionary of Greek
κωλύμῃ — κωλύ̱μῃ , κωλύμη hindering fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλύω — (AM κωλύω, Μ και κωλώ) εμποδίζω κάτι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, δεν επιτρέπω σε κάποιον ή δεν τόν αφήνω να κάνει κάτι ή δεν επιτρέπω να γίνει κάτι (α. «ὅποι φεύγειν οὐδεὶς κωλύει νόμος», Δημοσθ. β. «μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῑν πρός με», ΚΔ γ.… … Dictionary of Greek
κωλύμαις — κωλύ̱μαις , κωλύμη hindering fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλύμην — κωλύ̱μην , κωλύμη hindering fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλύμης — κωλύ̱μης , κωλύμη hindering fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)